ὀρθοποδῶ

ὀρθοποδῶ
ὀρθοποδέω
walk straight
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὀρθοποδέω
walk straight
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορθοποδώ — ορθοποδώ, ορθοπόδησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορθοποδώ — (ΑΜ ὀρθοποδῶ, έω) [ορθόπους] νεοελλ. 1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι 2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώ μσν. αρχ. βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρός αρχ. μτφ. ακολουθώ τον… …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδώ — ορθοπόδησα 1. παίρνω στάση όρθια, στέκομαι, σηκώνομαι στα πόδια. 2. μτφ., βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, ευημερώ, προκόβω, πάω καλά: Πρέπει η γεωργία μας να ορθοποδήσει γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθοποδίζω — (Μ ὀρθοποδίζω) ορθοποδώ, περπατώ κατευθείαν μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδητώ — ὀρθοποδητῶ, έω (Μ) ορθοποδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ητῶ (πρβλ. ακιν ητώ, κοσμ ητώ)] …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδία — ὀρθοποδία, ἡ (Α) [ορθοποδώ] το να βαδίζει κάποιος προς τα εμπρός, κατευθείαν …   Dictionary of Greek

  • ορθοπόδησις — ὀρθοπόδησις, ἡ (Μ) [ορθοποδώ] 1. το να βαδίζει κανείς κατευθείαν 2. μτφ. ορθή συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”